Ποιοι είναι οι βιολάρηδες;

Στην Κύπρο, η λέξη «βιολάρηδες» (ή «φκιολάρη[δ]ες», «θκιολάρη[δ]ες», «δκιολάρη[δ]ες», «πκιολάρη[δ]ες» και «κιολάρη[δ]ες»· οι διαφορετικές γραφές δείχνουν διαφορετική προφορά, αναλόγως περιοχής) περιλαμβάνει συνήθως το βιολί και το λαούτο μαζί, ως σύνολο. Οι βιολάρηδες της Κύπρου αποτελούν, δηλαδή, το αντίστοιχο της ζυγιάς που συναντούμε σε πολλά ελληνικά νησιά, αν και ο τελευταίος αυτός όρος δεν χρησιμοποιείται στην Κύπρο – ούτε από το κοινό, αλλά ούτε και από τους ίδιους τους βιολάρηδες, με τρόπο αυτοπροσδιοριστικό. 

Πιο συγκεκριμένα, ο όρος «βιολάρης» εδώ αναφέρεται σε παραδοσιακούς μουσικούς που έπαιζαν μουσική επαγγελματικά – δηλαδή, έναντι χρηματικής αμοιβής – σε γάμους, πανηγύρια ή άλλες εκδηλώσεις στην Κύπρο στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα (βιολάρηδες υπήρχαν και πρωτύτερα, αλλά οι πληροφορίες που αφορούν προηγούμενους αιώνες είναι λιγοστές). 

Οι βιολάρηδες που παρουσιάζονται εδώ ήταν άντρες περιορισμένων οικονομικών πόρων που απασχολούνταν σε γεωργικές εργασίες ή είχαν άλλα επαγγέλματα για τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου και που έπαιζαν μουσική όποτε υπήρχε ανάγκη για μουσικούς. Η «βκιολαριτζ̆ή» (με άλλα λόγια, η τέχνη του να είναι κανείς βιολάρης) ήταν, δηλαδή, πρωτίστως επικουρικό επάγγελμα, το οποίο συνυπήρχε με το κυρίως επάγγελμα των μουσικών. Η μόνη εξαίρεση ήταν μερικοί αστοί μουσικοί, που έπαιζαν και δίδασκαν μουσική για τα προς το ζην. 

Η λέξη «άντρες» χρησιμοποιείται εδώ σκοπίμως, αφού η επαγγελματική αυτή τάξη ήταν σχεδόν αποκλειστικά αντρική. Στην παραδοσιακή κυπριακή κοινωνία – όπως και σε πολλές άλλες μεσογειακές, και όχι μόνο, κοινωνίες – υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Ενώ οι άντρες μπορούσαν να παίζουν μουσική, να τραγουδούν και να χορεύουν χωρίς κανέναν περιορισμό τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια, οι γυναίκες μπορούσαν να εκτελούν μουσική ή να χορεύουν (μεταξύ τους, με τους συζύγους ή άλλους άντρες της οικογένειάς τους) μόνο στο σπίτι ή μπροστά σε συγγενείς και πολύ στενούς φίλους. Οι γυναίκες που εκτελούσαν μουσική εκτός του ιδιωτικού, οικογενειακού χώρου κατά κανόνα αντιμετωπίζονταν ως γυναίκες χαλαρών ηθών ή και ανήθικες. Παρόλ’ αυτά, ορισμένες γυναίκες κατάφερναν να ξεφύγουν από αυτόν τον αυστηρό διαχωρισμό και να παίζουν μουσική και δημόσια. Αυτές ήταν συνήθως γυναίκες με κάποια αναπηρία (π.χ. τυφλές), που έπρεπε να κερδίσουν τα προς το ζην, ή γυναίκες των οποίων είτε η όψη είτε η συμπεριφορά διέφερε από το γυναικείο στερεότυπο της εποχής (π.χ. αυτές που άλλοι αποκαλούσαν «αντρογεναίτζ̆ες»). 

Παρά το ότι όλοι οι μουσικοί που εμφανίζονται στον Κύπριο Βιολάρη συνέχισαν να παίζουν μουσική και μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα – κάποιοι, μάλιστα, παίζουν μέχρι σήμερα – ένα σημαντικό κριτήριο για τη συμπερίληψή τους ήταν ότι έπρεπε να παίζουν μουσική δημόσια ήδη από τη δεκαετία του 1950 ή τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το αργότερο. Ο λόγος για τον οποίο χρειαζόταν αυτός ο χρονικός περιορισμός ήταν απλός: μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1960, το παραδοσιακό σύνολο βιολιού-λαούτου σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείφθηκε, χάριν μιας μεγαλύτερης ορχήστρας που περιείχε τρία, τέσσερα ή πέντε όργανα. Στόχος του Κύπριου Βιολάρη ήταν να αναδείξει μια συγκεκριμένη στιγμή στο ηχοτοπίο της Κύπρου, κατά την οποία οι ήχοι του βιολιού και του λαούτου ήταν οι κύριοι ήχοι που ακούγονταν σε γάμους και πανηγύρια σε όλο το νησί.

Μαζί με το βιολί και το λαούτο συχνά εμφανίζονταν επίσης, σε τουρκοκυπριακούς γάμους και διασκεδάσεις, ο ζουρνάς και το νταούλι – ή, στα Κυπριακά, ο ζορνές τζ̆αι το τούμπανον. Αυτός ο διάλογος που υπήρχε στα χωριά της Κύπρου πριν από εξήντα ή εβδομήντα χρόνια μεταξύ βιολιού και λαούτου από τη μια και ζουρνά και νταουλιού από την άλλη αντικατοπτρίζεται τόσο στο ντοκιμαντέρ, όσο και στο βιβλίο, με τη συμπερίληψη δύο μουσικών που παίζουν ζουρνά και νταούλι.